- προσεδρεία
- και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ [προσεδρεύω]1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.)3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια για κάτι (α. «μετὰ τοὺς μυρίους πόνους καί... τὴν ἐν τεσσαράκοντα ἔτεσι προσεδρείαν», Ιωάνν. Χρυσ.β. «τῶν πραγμάτων πολλῆς προσεδρείας δεομένων», πάπ.)4. (ειδικά) η παραμονή δίπλα στο κρεβάτι ασθενούς και η περιποίησή του («ὡς ἄσχολός γε συγγόνου προσεδρίᾳ», Ευρ.)5. άγρυπνη φροντίδα, έγνοια6. αναμονή («τῆς ἐν Ἀριμινίῳ συνόδου τῇ προσεδρείᾳ ταλαιπωρουμένης», Σωζ.)7. αφοσίωση («ἵνα τῇ προσεδρείᾳ δυνηθῶμεν τὴν κόλασιν διαφυγεῑν», Ιωάνν. Χρυσ.)8. ισχυρογνωμοσύνη, επιμονή, φορτικότητα («τοὺς κύνας οὐ... φεύγομεν ὅτι τῇ πολλῇ προσεδρείᾳ ἡμᾶς ἐκβιάζονται», Ιωάνν. Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.